- λωβιάρης
- λωβιάρης, ο και λουβιάρης, ο θηλ. -άραο λεπρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λωβιάρης — και λουβιάρης, άρα, ικο αυτός που πάσχει από λώβα, λεπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αγαθ ιάρης, λιγδ ιάρης)] … Dictionary of Greek
λουβιάρης — α, ικο βλ. λωβιάρης … Dictionary of Greek
λωβός — ή, ό (AM λωβός, ή, όν) λεπρός, λωβιάρης νεοελλ. 1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός 2. (για πρόσ.) α) αδύνατος β) ανάπηρος γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»] … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek